σωματομετρικός

σωματομετρικός
-ή, -ό, Ν [σωματομετρία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σωματομετρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”